- περιστεροτροφείο(ν)
- το место для разведения голубей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιστεροτροφείο — το / περιστεροτροφεῑον, ΝΑ, και περιστερεοτροφείο Ν [περιστεροτρόφος] ο χώρος στον οποίο εκτρέφονται περιστέρια … Dictionary of Greek
περιστεροτροφείο — το χώρος όπου εκτρέφονται περιστέρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολουμβάριο(ν) — το 1. περιστεροτροφείο 2. (στους αρχαίους Ρωμαίους) ταφικό μνημείο εφοδιασμένο με πολύ μικρές κόγχες, στις οποίες φυλασσόταν η τέφρα τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. columbarium, ουδ. τού columbarius (< columba «περιστέρι»)] … Dictionary of Greek
περιστερεοτροφείο — το, Ν βλ. περιστεροτροφείο … Dictionary of Greek